πληθῦς — πληθύς throng fem acc pl πληθύς throng fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθύς — πληθύ̱ς , πληθύς throng fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθυῖ — πληθύς throng fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθύας — πληθύς throng fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθύες — πληθύς throng fem nom/voc pl πληθύε̄ς , πληθύω to be pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθύος — πληθύς throng fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθύσι — πληθύς throng fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθύσιν — πληθύς throng fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθύων — πληθύς throng fem gen pl πληθύω to be pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτύω — (Α ἀρτύω και ἀρτύνω) (νεοελλ. και αρτύζω και αρταίνω και αρτεύω) καρυκεύω το φαγητό νεοελλ. δίνω σε κάποιον που νηστεύει φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο αρχ. 1. ετοιμάζω, τακτοποιώ 2. σχεδιάζω κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα ή πανουργία 3. κληροδοτώ … Dictionary of Greek